γερούνδιο

γερούνδιο
(gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις του έναρθρου απαρεμφάτου. Για παράδειγμα, legendum est epistulam (αναγνωστέον την επιστολήν), ars scribendi (η τέχνη του γράφειν).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γερούνδιο — το ρηματικό επίθετο της λατινικής γλώσσας που βρίσκεται μόνο στις τέσσερις πλάγιες πτώσεις, γενική, δοτική, αιτιατική και αφαιρετική, με αντίστοιχες καταλήξεις ndi, ndo, ndum, ndo …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντιμινουέντο — το μουσ. βαθμιαία ελάττωση τής έντασης τού ήχου, σε αντιδιαστολή προς το κρεσέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diminuendo < λατ. deminuendum, γερούνδιο τού ρ. deminuo «ελαττώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”