- γερούνδιο
- (gerundium). Απαρεμφατικός τύπος λατινικών ρημάτων σε αιτιατική πτώση. Στην ελληνική λέγεται πρώτο θετικό. Λήγει σε –(e)ndum, απαντά μόνο στις πλάγιες πτώσεις και ισοδυναμεί με τους τύπους του ελληνικού ρήματος (σε –τέον) και τις πλάγιες πτώσεις του έναρθρου απαρεμφάτου. Για παράδειγμα, legendum est epistulam (αναγνωστέον την επιστολήν), ars scribendi (η τέχνη του γράφειν).
Dictionary of Greek. 2013.